προυβην

προυβην
    προὔβην
    (= προέβην) стяж. aor. 2 к προβαίνω См. προβαινω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "προυβην" в других словарях:

  • προὔβην — προέβην , προβαίνω step forward aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προέβην , προβαίνω step forward aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»